- καμφένιο
- Ακόρεστος υδρογονάθρακας της σειράς των τερπενίων, του τύπου C10H16. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους με οσμή καμφοράς και είναι σώμα πτητικό, αδιάλυτο στο νερό, λιγότερο διαλυτό στην αλκοόλη και πολύ διαλυτό στον αιθέρα και στο βενζόλιο. Έχει σημείο τήξης 51-52°C, σημείο βρασμού 160-161°C και βρίσκεται σε πολλά αιθέρια έλαια (λεμονιών, καμφορόδεντρου, περγαμόντου κ.ά.), καθώς και σε μικρές ποσότητες στο νέφτι. Λαμβάνεται έπειτα από απόσπαση υδροχλωρίου από το βορνυλοχλωρίδιο (C10 H17Cl) με επίδραση αλκαλίων και βιομηχανικά με καταλυτικό ισομερισμό του πινενίου. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή πολύ δραστικών εντομοκτόνων (με χλωρίωση) και στη βιομηχανία ως ενδιάμεσο προϊόν στη σύνθεση της καμφοράς (βλ. λ.).
Dictionary of Greek. 2013.